- χρείως
- χρεί̱ως , χρεῖοςadverbialχρεί̱ως , χρεῖοςmasc/fem acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χρείως — Α (κατά τον Ησύχ.) «δέησις». [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < χρή] … Dictionary of Greek
χρέος — ους, το, ΝΜΑ, και επικ. τ. χρεῑος και χρῆος και αττ. τ. χρέως και βοιωτ. τ. χρίος και αρκαδ. τ. πληθ. χρήατα και κρητ. τ. πληθ. χρήϊα, τὰ, Α κάθε οφειλή σε χρήμα, σε είδος ή σε υπηρεσία νεοελλ. 1. (νομ.) η παροχή, στο πλαίσιο μιας ενοχικής σχέσης … Dictionary of Greek
ἀχρείως — ἀχρεῖος useless adverbial ἀχρεῖος useless masc/fem acc pl (doric) ἀ̱χρείως , ἀχρειόω render useless imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀχρειόω render useless imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)